- χοιρώδης
- χοιρώδηςswinishmasc/fem acc pl (attic epic doric)χοιρώδηςswinishmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)χοιρώδηςswinishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοιρώδης — ες /χοιρώδης, ῶδες, ΝΑ [χοῑρος] αυτός που μοιάζει με χοίρο («χοιρώδης βίος», Μεθόδ.) … Dictionary of Greek
χοιρώδη — χοιρώδης swinish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χοιρώδης swinish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χοιρώδης swinish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρῶδες — χοιρώδης swinish masc/fem voc sg χοιρώδης swinish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρώδεα — χοιρώδης swinish neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χοιρώδης swinish masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρώδεις — χοιρώδης swinish masc/fem acc pl χοιρώδης swinish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρώδους — χοιρώδης swinish masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
χοιρωδία — ἡ, Α [χοιρώδης] συμπεριφορά που αρμόζει σε χοίρο … Dictionary of Greek
ԽՈԶԱՆՄԱՆ — ( ) NBH 1 0956 Chronological Sequence: Unknown date ա. χοιρώδης porcinus. Նման խոզի. խոզակերպ. խոզաբարոյ. *Բանսարկուն զմեզ խոզանման աղբասնունդ մեղացն քաղաքակիցս արար. Լծ. կոչ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)